καταλήγοντα

καταλήγοντα
καταλήγω
leave off
pres part act neut nom/voc/acc pl
καταλήγω
leave off
pres part act masc acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • καταλήγω — (AM καταλήγω) 1. τελειώνω σε κάποιο σημείο, φθάνω, απολήγω 2. τερματίζω, παύω νεοελλ. 1. μτφ. αποβαίνω, περιέρχομαι σε μια κατάσταση, καταντώ 2. φθάνω σε συμπέρασμα 3. (το γ εν. πρόσ. αορ. ως απρόσ.) κατέληξε να το αποτέλεσμα ήταν να...… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”